- ιχθυόεις
- εσσα , εν изобилующий рыбой, рыбный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰχθυόεις — full of fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυόεις — εσσα, εν (Α ἰχθυόεις, εσσα, εν) γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια αρχ. 1. όμοιος με ψάρι 2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.) 3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» ο… … Dictionary of Greek
ἰχθυόεν — ἰχθυόεις full of fish masc voc sg ἰχθυόεις full of fish neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυόεντα — ἰχθυόεις full of fish neut nom/voc/acc pl ἰχθυόεις full of fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοέντων — ἰχθυόεις full of fish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυόεντες — ἰχθυόεις full of fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυόεντι — ἰχθυόεις full of fish masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυόεντος — ἰχθυόεις full of fish masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυόεσσα — ἰχθυόεις full of fish fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυόεσσαν — ἰχθυόεις full of fish fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυόεντ' — ἰχθυόεντα , ἰχθυόεις full of fish neut nom/voc/acc pl ἰχθυόεντα , ἰχθυόεις full of fish masc acc sg ἰχθυόεντι , ἰχθυόεις full of fish masc/neut dat sg ἰχθυόεντε , ἰχθυόεις full of fish masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)